παραποιήσει

παραποιήσει
παραποίησις
imitation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
παραποιήσεϊ , παραποίησις
imitation
fem dat sg (epic)
παραποίησις
imitation
fem dat sg (attic ionic)
παραποιέω
make falsely
aor subj act 3rd sg (epic)
παραποιέω
make falsely
fut ind mid 2nd sg
παραποιέω
make falsely
fut ind act 3rd sg
παραποιέω
make falsely
aor subj act 3rd sg (epic)
παραποιέω
make falsely
fut ind mid 2nd sg
παραποιέω
make falsely
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καϊνίτες — Μέλη θρησκευτικής αίρεσης του 2ου και του 3ου αι. μ.Χ. Τιμούσαν τον Κάιν και όλους όσοι θεωρούνταν ασεβείς στην Παλαιά Διαθήκη καθώς επίσης τον Ιούδα τον Ισκαριώτη της Καινής Διαθήκης. Οι Κ. πίστευαν ότι ο Κάιν ήταν η προσωποποίηση της σοφίας και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”